- αχύλωτος
- -η, -ο(για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχύλωτος — η, ο αυτός που δε χύλωσε: Η φασολάδα σήμερα είναι αχύλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχύλωτον — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem acc sg ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχυλώτων — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλωτα — ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)